- πολυαυξής
- πολυ-αυξής, ές, sehr gewachsen, groß
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυαυξής — ές, Α 1. πολύ αυξημένος 2. μεγάλος σε μέγεθος («πολυαυξής μόσχος», Νικ.) 3. ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. νεο αυξής] … Dictionary of Greek
πολυαυξέα — πολυαυξής full grown neut nom/voc/acc pl (epic ionic) πολυαυξής full grown masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαυχής — ές, Α πολυαυξής. [ΕΤΥΜΟΛ. Διάφορη γρφ. τού πολυαυξής] … Dictionary of Greek